οστεομαρμάρωση

οστεομαρμάρωση
η
ιατρ. κληρονομική οικογενής νόσος τών οστών με οστεοσκλήρωση που χαρακτηρίζεται από διάχυτη, γενικευμένη πύκνωση τού σκελετού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οστεοπέτρωση — (Ιατρ.). Σπάνια γενετική διαταραχή κατά την οποία τα οστά είναι πολύ πυκνά. * * * η ιατρ. η οστεομαρμάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteopetrosis < ὀστέον / ὀστοῦν + πέτρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”